διακοσιετηρίδα

διακοσιετηρίδα
η
1. συνεχής περίοδος διακοσίων ετών
2. συμπλήρωση διακοσίων χρόνων από ένα γεγονός, διακοσιοστή επέτειος
3. γιορτή για τη διακοσιοστή επέτειο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1881 στον Ιω. Καμπούρογλου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • διακοσιετηρίδα — η επετειακή γιορτή για τη συμπλήρωση διακοσίων ετών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”